ιμονιοστρόφος

ιμονιοστρόφος
ἱμονιοστρόφος, ὁ (Α)
αυτός που περιστρέφει την ιμονιά, αυτός που αντλεί νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμονιά + -στρόφος (< στρόφος, ο < στρέφω), πρβλ. ηνιο-στρόφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἱμονιοστρόφος — water drawer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμονιοστρόφοι — ἱμονιοστρόφος water drawer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμονιοστρόφου — ἱμονιοστρόφος water drawer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιμονιοστροφούμαι — ἱμονιοστροφοῡμαι, έομαι (Μ) [ιμονιοστρόφος] στρέφομαι σαν ιμονιά* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”